ταινιωτός

ταινιωτός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αποτελείται από ταινίες
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα ταινίας («ταινιωτό πριόνι» — πριονοκορδέλα)
2. φρ. α) «ταινιωτή αστραπή»
(μετεωρ.) σπάνιο είδος αστραπής, η οποία έχει τη μορφή ευρείας φλέβας αντί τής συνηθέστερης στενής στήλης
β) «ταινιωτή κεραμική»
αρχαιολ. διακόσμηση τών προϊστορικών αγγείων, που απαντά στην κεντρική Ευρώπη και κατά την οποία η εξωτερική επιφάνεια τού αγγείου κοσμείται με ανάγλυφα ή εγχάρακτα μοτίβα που έχουν μορφή ταινίας
γ) «ταινιωτό φάσμα»
φυσ. είδος φάσματος, εκπεμπόμενο από μόρια με δύο ή περισσότερα άτομα, το οποίο αποτελείται από μεγάλο πλήθος γραμμών, διατεταγμένων σε κανονικές ομάδες, οι οποίες συχνά αναφέρονται ως ταινίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • αχάτης — Ορυκτό το οποίο αποτελείται από διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), παραλλαγή του χαλκηδονίου. Ονομάζεται και ταινιωτός χαλκηδόνιος, γιατί χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή διαφανών και αδιαφανών ζωνών που συνθέτουν διάφορα σχήματα. Χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …   Dictionary of Greek

  • χαλκηδόνιος — Ορυκτό, κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία. Παρουσιάζει διάφορες έγχρωμες ποικιλίες, που χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι ή ημιπολύτιμοι λίθοι: ερυθρός χ., καρνεόλιο, καστανόχρωμος χ., σάρδιο πράσινος, χρυσοπράσινο πράσινος ποικιλόστικτος,… …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • βάρανος — (varanus). Γένος μεγάλων σαυροειδών ερπετών της οικογένειας των βαρανιδών. Ζουν διασπαρμένα στην Αφρική, στη Ν Ασία, στην Ινδονησία και στην Αυστραλία. Ανάλογα με το είδος, προτιμούν το ξηρό έδαφος, τα δέντρα ή το νερό. Το σώμα τους είναι μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • καλχηδόνιος — Κρυπτοκρυσταλλοφυής παραλλαγή του χαλαζία, που εμφανίζεται στη φύση με τη μορφή στιφρών συσσωματωμάτων, από ίνες ή κόκκους χαλαζία. Παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων με βασικό τόνο τον γκρίζο. Έχει κηρώδη και χωρίς λάμψη διαφάνεια. Χρησιμοποιείται ως …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”